- μεμβράνας
- μεμβράνᾱς , μεμβράναmembranafem acc plμεμβράνᾱς , μεμβράναmembranafem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
μεμβράνα — και μεμβράνη, η (ΑM μεμβράνα) λεπτό κατεργασμένο δέρμα ζώου που χρησιμοποιείται ως γραφική ύλη, η περγαμηνή («ἐρχόμενος φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβράνας», ΚΔ) νεοελλ. 1. λεπτό δέρμα, ύφασμα ή χαρτί που έχει διάφορες εφαρμογές και… … Dictionary of Greek
μεμβράνιο — το [μεμβράνα] το λεπτότατο εξωτερικό στρώμα τής μεμβράνας τών κυττάρων, αλλ. υμένιο … Dictionary of Greek